δύναιντο

δύναιντο
δύναμαι
to be able: pres opt mp 3rd pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δύναιντο — δύναμαι to be able pres opt mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύναινθ' — δύναιντο , δύναμαι to be able pres opt mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύναιντ' — δύναιντο , δύναμαι to be able pres opt mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτιμωρώ — έω, Α 1. βοηθώ κάποιον εκ τών προτέρων («μὴ ὀργισθῆναι ὅτι ἡμῑν οὐ προυτιμωρήσατε», Θουκ.) 2. μέσ. προτιμωροῡμαι, έομαι εκδικούμαι κάποιον εκ τών προτέρων, τιμωρώ («ἐβούλοντο πρότερον, εἰ δύναιντο, προτιμωρήσασθαι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”